ααα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ααα < αύξων αριθμός απορρήτου
Συντομομορφή
[επεξεργασία]α.α.α. αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- ο συντάκτης διαβαθμισμένου εγγράφου ή σήματος, οφείλει να συμπεριλάβει σε ένδειξη α.α.α. τον αριθμό αντιτύπων, συμπληρώνοντας προς κάθε αποδέκτη σε παρένθεση, (α.α.) τον αριθμό του αντιτύπου που διαβιβάζει.