αβάντσο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈvan.t͡so/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βάν‐τσο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αβάντσο ουδέτερο
- άλλη μορφή του αβάντζο
αβάντσο ουδέτερο