αβανιάζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]αβανιάζομαι (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- παθητική φωνή του ρήματος αβανιάζω
αβανιάζομαι (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)