αβαντάζ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αβαντάζ < (λόγιο δάνειο) γαλλική avantage [1] Δεν σχετίζεται με το αβανταδόρος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.vanˈtaz/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βαν‐τάζ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αβαντάζ ουδέτερο άκλιτο

  • πλεονέκτημα
    έναντι των υπολοίπων συναδέλφων είχε το αβαντάζ των πολλών γνωριμιών

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]