αναδρομικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

αναδρομικά < αναδρομικός

Επίρρημα

[επεξεργασία]

αναδρομικά

  1. με αναδρομική ισχύ
  2. (πληροφορική) η εκτέλεση συνάρτησης όπου αυτή καλεί τον εαυτό της σε πεπερασμένα βήματα για την επίλυση ενός προβλήματος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

αναδρομικά