αρκουδίσιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αρκουδίσιον < παραφθορά του αιρκοντίσιον, ίσως και λογοπαίγνιο με την πολική αρκούδα (συμφυρμός) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αρκουδίσιον ουδέτερο άκλιτο
- (νεανική αργκό) αστεϊσμός, χαριτολόγημα, για το κλιματιστικό μηχάνημα (στη λειτουργία της ψύξης)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αρκουδίσιον
|