α αστραπά να νι κόψει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
α αστραπά να νι κόψει < λείπει η ετυμολογία

Έκφραση

[επεξεργασία]

α αστραπά να νι κόψει