α λα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- α λα < παρωχημένη [1] γραφή για την (άμεσο δάνειο) γαλλική à la. Γράφετα πλέον ως πρόθημα αλα- σε σύνθεση με την επόμενη λέξη
- Εξακολουθούν συχνά να γράφονται με το α λα φωνητικές μεταγραφές αυτούσιων γαλλικών όρων.
Προφορά
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]- όπως, με τον τρόπο, σε απομίμηση
- α λα γκαρσόν (à la garçonne σαν αγοροκόριτσο)
- α λα μοντ (à la mode)
- α λα καρτ ή αλακάρτ (à la carte)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] α λα
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ «αλά», «α λα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ «αλά», «α λα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)