βάλλεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βάλεις

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

βάλλεις

  • β' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος βάλλω



Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

βάλλεις

  • β' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος βάλλω