βάλουν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

βάλουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βάζω
  2. θα βάλουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βάζω

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

βάλουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βάλλω
  2. θα βάλουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βάλλω