βάρδα αγκούσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Έκφραση
[επεξεργασία]βάρδα αγκούσα!
- προειδοποίηση για κίνδυνο δηλητηρίασης ή ασφυξίας, από επικίνδυνα αέρια ή έλλειψη οξυγόνου αντίστοιχα, σε κλειστό χώρο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- αγκούσα - αγκούσα
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βάρδα αγκούσα
|