βάρεσε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

βάρεσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος βαράω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος βαράω