βλέπω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βλέπω < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική βλέπω < προελληνική [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈvle.po/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βλέ‐πω

βλέπω , στ.μέλλ.: θα δω, ιδώ, αόρ.: είδα, παθ.φωνή: βλέπομαι, π.αόρ.: ειδώθηκα, μτχ.π.π.: ιδωμένος

  1. αντιλαμβάνομαι την ύπαρξη αντικειμένων με τα μάτια μου
    στην αρχαιότητα έβλεπαν τους αστερισμούς με γυμνό μάτι
  2. κοιτάζω
    δε χορταίνω να το βλέπω
  3. καταλαβαίνω
    βλέπω τι εννοείς, δε βλέπεις ότι με πληγώνεις;
  4. (για αντικείμενα) είμαι στραμμένος προς κάποια κατεύθυνση
    το σπίτι βλέπει ανατολικά
  5. συναντώ, επισκέπτομαι
    δεν μπορείς να φανταστείς ποιον είδα χθες!
  6. (για γιατρό) εξετάζω
    δεν πας καλύτερα να σε δει ο γιατρός;

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Παθητική φωνή → λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.



ζητούμενο λήμμα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βλέπω < προελληνική [1]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.