γέννησις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γέννησις < γεννάω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γέννησις ( & δωρικός τύποςγέννασις)

  1. η γέννηση
    τῆς γεννήσεως καὶ τοῦ τόκου ἐν τῷ καλῷ
  2. παραγωγή (π.χ. αγαθών)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

γένεσις