γέντα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γέντα < γέμω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γέντα ουδέτερο μόνο πληθ.