γενική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γενική οι γενικές
      γενική της γενικής των γενικών
    αιτιατική τη γενική τις γενικές
     κλητική γενική γενικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γενική < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γενική (εννοείται πτῶσις), θηλυκό του αρχαίου γενικός (που ανήκει στο γένος) [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʝe.niˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γε‐νι‐κή
ομόηχο: γενικοί

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γενική θηλυκό [2]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

γενική

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. γενική - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. γενικήΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



ζητούμενο λήμμα


Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

γενική