γιόλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γιόλο < μεταφραστικό δάνειο απ' τ' αγγλικά: YOLO, yolo

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

γιόλο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γιόλο ουδέτερο άκλιτο

  • καλοπερασάκιας, ακρατής, που προβάλλει παράλληλα ως ηθικό έρεισμα και αξία το δικαίωμα στην ακραία καλοπέραση και τα άσκοπα ρίσκα

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Η λέξη γράφεται σχεδόν πάντα με λατινικούς χαρακτήρες YOLO ή yolo

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]