γκεϊμάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γκεϊμάρω < γκέιμ + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική game

γκεϊμάρω, πρτ.: γκέιμαρα, αόρ.: γκεϊμάρισα/γκέιμαρα (χωρίς παθητική φωνή)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Δεύτεροι τύποι του αορίστου όπως ο παρατατικός: γκέιμαρα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]