δέκατο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δέκατο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο επιθέτου δέκατος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δέκατο ουδέτερο

  1. το ένα από τα δέκα ίσα μέρη μιας ποσότητας
    τα δύο δέκατα (2/10) του 100 ισούνται με το 20

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

δέκατο

  1. αιτιατική ενικού του δέκατος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του δέκατος