δέκατο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δέκατο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο επιθέτου δέκατος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δέκατο ουδέτερο
- το ένα από τα δέκα ίσα μέρη μιας ποσότητας
- τα δύο δέκατα (2/10) του 100 ισούνται με το 20
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]δέκατο