δέκατος όγδοος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Αριθμητικό
[επεξεργασία]δέκατος όγδοος αρσενικό, δέκατη όγδοη θηλυκό, δέκατο όγδοο ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δέκατος όγδοος
|