δέσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]δέσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δένω
- θα δέσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δένω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]δέσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δέση