δέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δέω < λείπει η ετυμολογία

δέω (ενεργητική φωνή ενεστώτα μόνο στο γ' πρόσωπο) → δείτε τη λέξη δει

  1. → δείτε τη λέξη πρέπει
  2. μπορώ να κάνω κάτι που το ήθελα από καιρό → δείτε τη λέξη εδέησα
  3. καταδέχομαι να ασχοληθώ με κάτι
    επιτέλους, πότε θα δεήσει ο κύριος διευθυντής να ασχοληθεί με το ζήτημά μας
  4. (στο γ' πρόσωπο, απροσώπως) για κάτι που επιτέλους έγινε
    εδέησε να βρέξει



Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
δέω < λείπει η ετυμολογία

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
δέω < λείπει η ετυμολογία

Παράγωγα

[επεξεργασία]