διώκω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διώκω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διώκω < δίω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dih₁- (κινώ γρήγορα)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ðiˈo.ko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐ώ‐λω

διώκω, πρτ.: δίωκα, αόρ.: δίωξα, παθ.φωνή: διώκομαι, π.αόρ.: διώχθηκα, μτχ.π.π.: διωγμένος

  1. καταδιώκω, καταζητώ
  2. καταπολεμώ
  3. (νομικός όρος) φέρνω κάποιον στο δικαστήριο, για να δικαστεί, κινώ τις σχετικές διαδικασίες
     συνώνυμα: ενάγω
  4. εναντιώνομαι με συγκεκριμένες πράξεις σε άτομα με διαφορετικές απόψεις ή πεποιθήσεις
  5. εφαρμόζω μέτρα πειθαρχικού ελέγχου

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
διωκ- 

→ λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



ζητούμενο λήμμα

Παράγωγα

[επεξεργασία]
  • θέμα διωξ- → δείτε τη λέξη δίωξις
  • ...