είμαι χρόνια στο κουρμπέτι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
είμαι χρόνια στο κουρμπέτι < λείπει η ετυμολογία

Έκφραση

[επεξεργασία]

είμαι χρόνια στο κουρμπέτι

  • (για άτομο) είμαι πολύ έμπειρος σε έναν χώρο (επαγγελματικό, κοινωνικό, κλπ)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]