είναι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- είναι < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]είναι ουδέτερο άκλιτο
- η κατάσταση της ύπαρξης, το να υπάρχει κάποιος
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]είναι
- γ' ενικό οριστικής ενεστώτα του ρήματος είμαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικοί τύποι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)