εγγράφω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εγγράφω < αρχαία ελληνική ἐγγράφω (σε ορισμένες σημασίες: (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική inscrire)

εγγράφω (παθητική φωνή: εγγράφομαι)

  1. γράφω (με επίσημο τρόπο) κάποιον ή κάτι σε μια κατάσταση, κατάλογο ή σε κάποιο (λογιστικό) βιβλίο / έγγραφο
  2. συγκαταλέγω κάποιον ή κάτι μαζί με άλλα όμοιά τους
  3. καταγράφω εικόνα ή ήχο σε κατάλληλο μέσο
  4. (γεωμετρία) σχηματίζω ένα γεωμετρικό σχήμα μέσα σε άλλο, με τρόπο ώστε κάποια σημεία ή γραμμές τους να είναι κοινά
  5. (πληροφορική) burn: πραγματοποιώ (μόνιμη) εγγραφή σε μνήμες μίας χρήσης όπως CD, DVD, ROM
     συνώνυμα: καίω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]