ζάκορος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζάκορος < ζα (επιτατικό μόριο) και κορέω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ζάκορος αρσενικό ή θηλυκό