ζηλεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζηλεύω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ζηλεύω [1][2][3]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ziˈle.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζη‐λεύ‐ω
Ρήμα
[επεξεργασία]ζηλεύω, αόρ.: ζήλεψα, παθ.φωνή: ζηλεύομαι, π.αόρ.: ζηλεύτηκα, μτχ.π.π.: ζηλεμένος
- διακατέχομαι από παροδικά ή μόνιμα συναισθήματα ζήλιας, κτητικότητας απέναντι στον ερωτικό μου σύντροφο
- ↪ Ο άντρας της τη ζηλεύει τόσο πολύ, που παύει να είναι κολακευτικό και γίνεται ενοχλητικό.
- ανταγωνίζομαι διαρκώς κάποιον και επιθυμώ να πετύχω ή να έχω ό,τι κι αυτός
- ↪ Ζηλεύονται πολύ. Είναι πολύ συνηθισμένο τα αδέλφια να ζηλεύουν το ένα το άλλο.
- επιθυμώ, νιώθω την παρόρμηση να αποκτήσω κάτι που μου αρέσει πολύ
- ↪ Είδα στη βιτρίνα ένα ωραίο ρούχο και το ζήλεψα.
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη ζήλος
Σύνθετα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αισθάνομαι ζήλια
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ ζηλεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ζηλεύω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζηλεύω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ζηλεύω
Ρήμα
[επεξεργασία]ζηλεύω μετοχή παρακειμένου ζηλεμένος
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ δείτε τη λέξη
Πηγές
[επεξεργασία]- ζηλεύω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ζηλεύω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ζῆλος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- ζηλεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Επέκταση (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ρήματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -εύω (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)