θέλξουν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]θέλξουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θέλγω
- θα θέλξουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θέλγω