θακέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

θακέω < θᾶκος

θακέω - θακῶ ( & ιωνικός τύπος  & δωρικός τύποςθωκέω)

ἀνωτέρω θακῶν Ζεύς
ἥσυχος θακεῖ
κόραι θάκουν

Συγγενικά

[επεξεργασία]