θαλαμίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θαλαμίτης-ου αρσενικό
- ο κωπηλάτης της κατώτερης, τελευταίας σειράς με το πιο κοντό κουπί
θαλαμίτης-ου αρσενικό