κάζουαλ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κάζουαλ < αγγλική casual < υστερολατινική casualis < λατινική casus < cado < πρωτοϊταλική *kadō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱh₂d- (πέφτω)

Επίθετο

[επεξεργασία]

κάζουαλ άκλιτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]