κάμπτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κάμπτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κάμπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kh₂emp- (κάμπτω, λυγίζω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈkam.pto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κάμ‐πτω

κάμπτω, πρτ.: έκαμπτα, στ.μέλλ.: θα κάμψω, αόρ.: έκαμψα, παθ.φωνή: κάμπτομαι, π.αόρ.: κάμφθηκα, μτχ.π.π.: κεκαμμένος

  1. (μεταβατικό) λυγίζω κάτι μεταβάλλοντας το σχήμα του από ευθύ σε καμπύλο
    κάμπτω τα γόνατα
  2. (μεταφορικά) λυγίζω, αντιμετωπίζω αποτελεσματικά, καταβάλλω, νικώ
    μετά από προσπάθεια έκαμψε τις αντιστάσεις όσων διαφωνούσαν αρχικά

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κάμπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kh₂emp- (κάμπτω, λυγίζω)

κάμπτω

  1. λυγίζω, κάμπτω
    γόνυ κάμπτει (για να καθίσει)
  2. στρίβω, αλλάζω πορεία (στο άλογο, στο πλοίο)
  3. ταπεινώνω, καταβάλλω
  4. χωρίς αντικείμενο: στρέφομαι πίσω

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]
  • γνάμπτω (ίσως, παράλληλος τύπος, ή προηγήθηκε του κάμπτω)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]