κάμω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]κάμω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κάμνω και κάνω
- θα κάμω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κάμνω και κάνω