κάνεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈka.nis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐νεις
- τονικά παρώνυμα: κανείς, κανίς
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]κάνεις
Δείτε επίσης : κανείς |
κάνεις