καλωσορίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καλωσορίζω < από τη φράση καλώς όρισες.

καλωσορίζω

  1. χαιρετώ και υποδέχομαι φιλόξενα κάποιον που μόλις έφτασε, με τη φράση καλώς όρισες - καλώς ορίσατε ή κάποια άλλη παρόμοια
    Πήγαινε να καλωσορίσεις τους καλεσμένους μας.
  2. (μεταφορικά) αποδέχομαι, καλοδέχομαι κάτι το καινούριο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]