καταναλίσκω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταναλίσκω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καταναλίσκω < κατ- + ἀναλίσκω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.ta.naˈli.sko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐να‐λί‐σκω

καταναλίσκω (μόνο στο ενεστωτικό θέμα)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταναλίσκω < κατ- + ἀναλίσκω


ζητούμενο λήμμα