καυλιτζέκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καυλιτζέκι < καυλί

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καυλιτζέκι ουδέτερο

  1. (αργκό) το πέος
  2. (χυδαίο) μακρόστενο αντικείμενο που δεν θέλουμε να κατονομάσουμε ή δεν γνωρίζουμε το όνομά του

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]