λάβω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

λάβω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λαμβάνω
  2. θα λάβω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λαμβάνω