λάγδην

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λάγδην < λάζω (διάφορο του λάζομαι)

Επίρρημα

[επεξεργασία]

λάγδην

  • λακτίζοντας, βρίζοντας

Συνώνυμα

[επεξεργασία]