λάμπασμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λάμπασμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λάμπασμα ουδέτερο

  1. (ιδιωματικό) ξωτικό, φάντασμα
  2. (ιδιωματικό) το αποτέλεσμα του λαμπάζω
  3. (ιδιωματικό) αδύνατος άνθρωπος εξαιτίας ασθένειας ή άλλης κακουχίας

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.