λάσκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λάσκα < λάσκος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈla.ska/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λά‐σκα

Επίρρημα

[επεξεργασία]

λάσκα

  1. χαλαρά, χωρίς να είναι κάτι πολύ τεντωμένο
    άφησε λίγο λάσκα τα σχοινιά
  2. (μεταφορικά) χωρίς αυστηρή εφαρμογή νόμων και κανόνων
    ο διευθυντής έχει αφήσει λίγο λάσκα τους υφισταμένους του

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]