λέχθηκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

λέχθηκα

  • α' πρόσωπο ενικού στην οριστική παθητικού αορίστου του ρήματος λέω