λαδώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λαδώνω < λάδι + -ώνω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /laˈðo.no/

λαδώνω

  1. αλείφω με λάδι
    λαδώνετε καλά ένα ταψί
  2. λιπαίνω μηχανή με ορυκτέλαιο
  3. λεκιάζω με λάδι
    χθες λάδωσα το πουκάμισό μου
  4. (αργκό) δίνω σε κάποιον χρήματα για να με ευνοήσει σε κάτι
     συνώνυμα: δωροδοκώ
    προσπάθησε να λαδώσει τον δικαστή αλλά δεν τα κατάφερε
  5. (θρησκεία) αλείφω με λάδι το παιδί που βαφτίζω
     συνώνυμα: βαφτίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]