μάλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μάλα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μάλα

Επίρρημα

[επεξεργασία]

μάλα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Επίρρημα

[επεξεργασία]

μάλα, συγκριτικός: μᾶλλον, υπερθετικός:  μάλιστα

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]