μάννα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό 1

[επεξεργασία]

μάννα θηλυκό

  • άλλη γραφή της λέξης μάνα, της μητέρας

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
μάννα < (ελληνιστική κοινή) μάννα < από το εβραϊκό מן (μάν) ή (όπως αναφέρει το εβραϊκό Τορά) απο τη φράση των έκπληκτων Εβραίων (מַה-הוּא : Mα χου; Τι, ποιός;)

Ουσιαστικό 2

[επεξεργασία]

μάννα ουδέτερο

  • μάννα εξ ουρανού (για τον από μηχανής θεό ή για τη βοήθεια που παρέχεται ανέλπιστα σαν θεϊκό δώρο)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]