μάππουρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Mάππουροι (κυπαρισσόμηλα).

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μάππουρος < μάπα (κονδυλώδης ρίζα φυτού) + νούρος (ουρά στην κυπριακή διάλεκτο) κατά το λεξικό Γιαγκουλλή (2005) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈma.pʰːu.ɾɔs/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μάππουρος αρσενικό (κυπριακά)