μπανίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μπανιαρίζω, διατυμπανίζω, καμπανίζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπανίζω < μπάνιο + -ίζω[1] < ιταλική bagno < λατινική balneum < balineum < αρχαία ελληνική βαλανεῖον (αντιδάνειο)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /baˈni.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπα‐νί‐ζω

μπανίζω

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  1. μπανίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας Καθώς, πριν καθιερωθούν τα μικτά μπάνια, οι άντρες συνήθιζαν να παίρνουν μάτι / κρυφοκοιτάζουν τις γυναίκες που κολυμπούσαν στη θάλασσα