μόκο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μόκο < ίσως από παλιές (μη υφιστάμενες πλέον) έννοιες των ιταλικών λέξεων moccio (βουβός) ή moco (τίποτα)

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

μόκο

  1. (αργκό) σκασμός!, σιωπή!, βούλωσ' το!
    'Μόκο τώρα!΄ ή Κάνε μόκο!

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]