νέι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/6/6f/Ney.svg/220px-Ney.svg.png)
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νέι < (άμεσο δάνειο) τουρκική ney < περσική نی
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νέι ουδέτερο άκλιτο και νάι
- (μουσικό όργανο) πνευστό μουσικό όργανο που μοιάζει με σχετικά μεγάλο καλαμένιο αυλό (φλογέρα) και χρησιμοποιείται στην περσική, αραβική, ελληνική και τουρκική έντεχνη μουσική
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Μουσικά όργανα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)