νέι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
νέι

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νέι < (άμεσο δάνειο) τουρκική ney < περσική نی

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νέι ουδέτερο άκλιτο και νάι

  • (μουσικό όργανο) πνευστό μουσικό όργανο που μοιάζει με σχετικά μεγάλο καλαμένιο αυλό (φλογέρα) και χρησιμοποιείται στην περσική, αραβική, ελληνική και τουρκική έντεχνη μουσική

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]